πλατάνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
c. πλάτανος.
English (Autenrieth)
plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.
Greek Monotonic
πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.