πρωτόμορος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρωτόμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε [[πρώτος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρωτόμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε [[πρώτος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).
German (Pape)
[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].
Greek Monotonic
πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven.