πρωτόμορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε [[πρώτος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρωτόμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε [[πρώτος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμορος Medium diacritics: πρωτόμορος Low diacritics: πρωτόμορος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: prōtómoros Transliteration B: prōtomoros Transliteration C: protomoros Beta Code: prwto/moros

English (LSJ)

ον,

   A dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].

Greek Monotonic

πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven.