πρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόβλητος:''' -ον ([[προβάλλω]]), ριγμένος έξω, πεταμένος [[μακριά]], Λατ. [[projectus]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόβλητος:''' -ον ([[προβάλλω]]), ριγμένος έξω, πεταμένος [[μακριά]], Λατ. [[projectus]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβλητος Medium diacritics: πρόβλητος Low diacritics: πρόβλητος Capitals: ΠΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: próblētos Transliteration B: problētos Transliteration C: provlitos Beta Code: pro/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A thrown forth or away, κυσὶν π. cast to the dogs, S.Aj.830.    II spread, beaten out into plates, ἀργύριον prob.l.in LXX Je.10.5(9).

German (Pape)

[Seite 712] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβλητος: -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ πρόβλητος, ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jeté au-devant de, livré à, τινι.
Étymologie: προβάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α προβάλλω
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.

Greek Monotonic

πρόβλητος: -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ. projectus, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830.