δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' с косматой грудью (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' с косматой грудью (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
}}
{{elnl
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύστερνος Medium diacritics: δασύστερνος Low diacritics: δασύστερνος Capitals: ΔΑΣΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: dasýsternos Transliteration B: dasysternos Transliteration C: dasysternos Beta Code: dasu/sternos

English (LSJ)

ον,

   A shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.

Spanish (DGE)

(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludode fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.