συναυλέω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνοδεύω]] με τον αυλό την [[εκτέλεση]] ενός τραγουδιού, σε Λουκ.
|lsmtext='''συναυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνοδεύω]] με τον αυλό την [[εκτέλεση]] ενός τραγουδιού, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναυλέω Medium diacritics: συναυλέω Low diacritics: συναυλέω Capitals: ΣΥΝΑΥΛΕΩ
Transliteration A: synauléō Transliteration B: synauleō Transliteration C: synavleo Beta Code: sunaule/w

English (LSJ)

(αὐλός)

   A play on the flute at the same time, Luc.Dom.16, Ath.14.617b, Longus 2.35.

German (Pape)

[Seite 1005] mit od. zusammen auf der Flöte blasen; ἐπὶ τῷ τοὺς αὐλητὰς μὴ συναυλεῖν τοῖς χοροῖς, Ath. XIV, 617 a; Luc., de dom. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συναυλέω: συνοδεύω ᾆσμα διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λουκ. περὶ Οἴκ. 16, Ἀθήν. 617Β. ΙΙ. ᾄδω πρὸς αὐλόν, ἢ τονίζω διὰ τὸν αὐλόν, νόμους Χρον. Παρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 49.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jouer de la flûte avec, accompagner avec la flûte, τινι.
Étymologie: σύν, αὐλέω.

Greek Monotonic

συναυλέω: μέλ. -ήσω, συνοδεύω με τον αυλό την εκτέλεση ενός τραγουδιού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met.