παράσειον: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράσειον:''' τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.). | |elrutext='''παράσειον:''' τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράσειον -ου, τό [παρασείω] topzeil, marszeil. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A topsail, Callix.1, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 497] τό, das oberste Segel, supparum, Luc. Navig. 5. Vgl. ἐπίσειον u. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παράσειον: τό, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C (ἔνθα κακῶς παράσειρον)· πρβλ. ἐπισείων.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hunier.
Étymologie: παρασείω.
Greek Monotonic
παράσειον: τό, ανώτατο ιστίο, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
παράσειον: τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράσειον -ου, τό [παρασείω] topzeil, marszeil.