συγκαταθάπτω: Difference between revisions
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταθάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θάβω]] [[βαθιά]] μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''συγκαταθάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θάβω]] [[βαθιά]] μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-καταθάπτω samen (met...) begraven, met acc. en dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A bury along with, Hdt.2.81, 5.92.ή, Lys.2.60.
German (Pape)
[Seite 964] (s. θάπτω), mit begraben; Her. 2, 81; Lys. 2, 60; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταθάπτω: καταθάπτω ὁμοῦ μετά τινος, Ἡρόδ. 2. 81., 5. 92, 7, Λυσί. 196, 12.
French (Bailly abrégé)
ensevelir avec ou en même temps que, τινά τινι.
Étymologie: σύν, καταθάπτω.
Greek Monolingual
Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συγκαταθάπτω: μέλ. -ψω, θάβω βαθιά μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταθάπτω samen (met...) begraven, met acc. en dat.