σκαλαθύρω: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(37)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σκάβω]], [[σκαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]]». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «[[συνευρίσκομαι]] ερωτικά»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σκάβω]], [[σκαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]]». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «[[συνευρίσκομαι]] ερωτικά»].
}}
{{elnl
|elnltext=σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθύρω Medium diacritics: σκαλαθύρω Low diacritics: σκαλαθύρω Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΩ
Transliteration A: skalathýrō Transliteration B: skalathyrō Transliteration C: skalathyro Beta Code: skalaqu/rw

English (LSJ)

[ῡ], (σκάλλω)

   A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.

German (Pape)

[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.

French (Bailly abrégé)

jouer.
Étymologie: σκάλλω.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611.