συμβολέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβολέω:''' [[συναντώ]] ή [[απαντώ]] τυχαία κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συμβολέω:''' [[συναντώ]] ή [[απαντώ]] τυχαία κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολέω Medium diacritics: συμβολέω Low diacritics: συμβολέω Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΩ
Transliteration A: symboléō Transliteration B: symboleō Transliteration C: symvoleo Beta Code: sumbole/w

English (LSJ)

= συμβάλλομαι,

   A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s

German (Pape)

[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.

Greek Monotonic

συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.