ἀνελέητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνελέητος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[έλεος]], [[ανηλεής]], [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν βρίσκει [[έλεος]], [[επιείκεια]], [[βοήθεια]], [[ελεημοσύνη]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνελέητος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[έλεος]], [[ανηλεής]], [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν βρίσκει [[έλεος]], [[επιείκεια]], [[βοήθεια]], [[ελεημοσύνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνελέητος:''' Arst. = [[ἀνελεήμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without pity, Arist.Phgn.808b1; εἰς ἀδελφόν Lib. Decl.47.32.
German (Pape)
[Seite 221] v. l. für ἀνηλέητος, Aesch. 2, 163; Lycurg. 148.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελέητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀνηλεής, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 14, Λιβάν. 4. 678.
Spanish (DGE)
v. ἀνηλέητος I 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνελέητος, -ον)
ο χωρίς έλεος, ανηλεής, σκληρός
νεοελλ.
αυτός που δεν βρίσκει έλεος, επιείκεια, βοήθεια, ελεημοσύνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελέητος: Arst. = ἀνελεήμων.