μεγαλοκευθής: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλοκευθής:''' -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει [[πολλά]], [[ευρύχωρος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μεγᾰλοκευθής:''' -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει [[πολλά]], [[ευρύχωρος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοκευθής:''' вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.
German (Pape)
[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.
English (Slater)
μεγᾰλοκευθής
1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)
Greek Monolingual
μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).