ὑπεργέλοιος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεργέλοιος:''' -ον, υπέρμετρα [[γελοίος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὑπεργέλοιος:''' -ον, υπέρμετρα [[γελοίος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεργέλοιος:''' необыкновенно смешной, смехотворный (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεργέλοιος Medium diacritics: ὑπεργέλοιος Low diacritics: υπεργέλοιος Capitals: ΥΠΕΡΓΕΛΟΙΟΣ
Transliteration A: hypergéloios Transliteration B: hypergeloios Transliteration C: ypergeloios Beta Code: u(perge/loios

English (LSJ)

ον,

   A above measure ridiculous, D.19.211.

German (Pape)

[Seite 1193] über die Maaßen lächerlich, Dem. 19, 211.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεργέλοιος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν γελοῖος, Δημ. 406 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
par trop ridicule ou risible.
Étymologie: ὑπέρ, γέλοιος.

Greek Monolingual

-ον, Α γελοῑος
τελείως γελοίος.

Greek Monotonic

ὑπεργέλοιος: -ον, υπέρμετρα γελοίος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεργέλοιος: необыкновенно смешной, смехотворный (τὸ πρᾶγμα Dem.).