βαλάνισσα: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰλάνισσα:''' ἡ, θηλ. του [[βαλανεύς]], [[γυναίκα]] που προσφέρει υπηρεσίες στα λουτρά, σε Ανθ. | |lsmtext='''βᾰλάνισσα:''' ἡ, θηλ. του [[βαλανεύς]], [[γυναίκα]] που προσφέρει υπηρεσίες στα λουτρά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰλάνισσα:''' (λᾰ) ἡ банщица Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of βαλανεύς,
A bathing-woman, AP5.81.
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, fem. zu βαλανεύς, Ep. ad. 64 (V, 82).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. τοῦ βαλανεύς, ὡς βασίλισσα τοῦ βασιλεύς, γυνὴ ἐν λουτρῶνι ὑπηρετοῦσα, Ἀνθ. Π. 5. 82.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. βαλανεύτρια.
Spanish (DGE)
(βᾰλάνισσα) -ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
fem. de βαλανεύς mujer bañera, AP 5.82.
Greek Monotonic
βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. του βαλανεύς, γυναίκα που προσφέρει υπηρεσίες στα λουτρά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλάνισσα: (λᾰ) ἡ банщица Anth.