ἀναφανδόν: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναφανδόν:''' επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀναφανδόν:''' επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναφανδόν:''' поэт. [[ἀμφανδόν]] adv. явно, открыто Hom. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. = foreg., Il.16.178, Hdt.2.35,46, Pl.Prt.348e, etc.: poet. ἀμφανδόν Pi.P.9.41.
German (Pape)
[Seite 213] dass., Il. 16, 178; Her. 1, 46; Plat. Prot. 348 e u. öfter; auch bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφανδόν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Ἰλ. Π. 178, Ἡρόδ. 2. 35, 46, Πλάτ. Πρωτ. 348Ε, κτλ.: ποιητ. ἀμφανδὸν Πινδ. ΙΙ. 9. 73.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω, -δον.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμφανδόν B.Fr.60.25, Pi.P.9.41
abiertamente, públicamente ὁς ῥ' ἀναφανδὸν ὄπυιε Il.16.178, cf. B.l.c., Pi.l.c., τὰ δὲ μὴ αἰσχρὰ (ἐστὶ ποιέειν χρεόν) ἀναφανδόν Hdt.2.35, cf. 46, ἀ. σεαυτὸν ὑποκηρυξάμενος εἰς πάντας τοὺς Ἕληνας Pl.Prt.348e, cf. Plb.32.5.11, Luc.Astrol.12, Syr.D.24, πῶς οὐκ ἐμήδιζον ἀναφανδόν ...; Plu.2.863f, διεχλεύαζε I.AI 15.220, cf. BI 4.165, πᾶσι γὰρ [ἐν τεκέ] εσσιν ἐμοῖς ἀ. ἐπέστης IUrb.Rom.184.10 (II d.C.), ταῦτα ... ἀ. οὕτω γιγνόμενα D.C.60.18.2
•c. εἰς: τλήτω ... εἰς ἀ. ἱκέσθαι Q.S.3.69.
Greek Monolingual
(Α ἀναφανδόν) αναφαίνω
φανερά, απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη.
Greek Monotonic
ἀναφανδόν: επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφανδόν: поэт. ἀμφανδόν adv. явно, открыто Hom. etc.