χερσόθι: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χερσόθῐ:''' επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.
|lsmtext='''χερσόθῐ:''' επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χερσόθῐ:''' adv. на суше Anth.
}}
}}

Revision as of 11:46, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1351] adv., auf dem festen Lande, poet.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν τῇ χέρσῳ, ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, Ἀνθ. Παλατ. 9. 105.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur la terre ferme sans mouv.
Étymologie: χέρσος, -θι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στη στεριά, στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρό-θι, οὐρανό-θι)].

Greek Monotonic

χερσόθῐ: επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χερσόθῐ: adv. на суше Anth.