ἡμιφαής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιφαής:''' -ές ([[φάος]]), [[ορατός]] κατά το ήμισυ, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡμιφαής:''' -ές ([[φάος]]), [[ορατός]] κατά το ήμισυ, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμῐφαής:''' наполовину видимый, т. е. полуоткрытый ([[λάρναξ]] Anth. - v. l. [[ἡμιχανής]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A half-shining,= ἡμιφανής, λάρναξ AP 7.478 (Leon., sed leg. ἡμιχανεῖ).
German (Pape)
[Seite 1171] λάρναξ, halb erscheinend, d. i. halb offen, Leon. Tar. 67 (VII, 478).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιφαής: ἡμιφανής, λάρναξ Ἀνθ. Π. 7. 478.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié visible.
Étymologie: ἡμι-, φάος.
Greek Monolingual
ἡμιφαής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο-φαής, πασι-φαής].
Greek Monotonic
ἡμιφαής: -ές (φάος), ορατός κατά το ήμισυ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐφαής: наполовину видимый, т. е. полуоткрытый (λάρναξ Anth. - v. l. ἡμιχανής).