ἄχαλκος: Difference between revisions
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄχαλκος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, [[ἄχαλκος]] ἀσπίδων, δηλ. [[ἄνευ]] ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἄχαλκος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, [[ἄχαλκος]] ἀσπίδων, δηλ. [[ἄνευ]] ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄχαλκος:''' без меди, т. е. невооруженный (ἄ. ἀσπίδων Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d’airain;
2 sans argent.
Étymologie: ἀ, χαλκός.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.
Greek Monolingual
ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχαλκος: без меди, т. е. невооруженный (ἄ. ἀσπίδων Soph.).