ἐξαναφανδόν: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναφανδόν:''' επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐξαναφανδόν:''' επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναφανδόν:''' [[ἐξαναφαίνω]] adv. совершенно открыто, ясно, напрямик ([[ἐρέω]] δέ τοι Hom.).
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναφανδόν Medium diacritics: ἐξαναφανδόν Low diacritics: εξαναφανδόν Capitals: ΕΞΑΝΑΦΑΝΔΟΝ
Transliteration A: exanaphandón Transliteration B: exanaphandon Transliteration C: eksanafandon Beta Code: e)canafando/n

English (LSJ)

Adv.

   A openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.

German (Pape)

[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.

French (Bailly abrégé)

adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.

English (Autenrieth)

quite openly, Od. 20.48†.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente, a las claras ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.

Greek Monolingual

ἐξαναφανδόν (Α) εξαναφαίνω
επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανεράἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐξαναφανδόν: επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναφανδόν: ἐξαναφαίνω adv. совершенно открыто, ясно, напрямик (ἐρέω δέ τοι Hom.).