πλινθοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλινθοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλινθοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθοποιέω:''' изготовлять кирпичи Arph.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοποιέω Medium diacritics: πλινθοποιέω Low diacritics: πλινθοποιέω Capitals: ΠΛΙΝΘΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: plinthopoiéō Transliteration B: plinthopoieō Transliteration C: plinthopoieo Beta Code: plinqopoie/w

English (LSJ)

   A make bricks, Eust.ad D.P.511.

German (Pape)

[Seite 636] = πλινθουργέω; Ar. Av. 1139; Eust. in Dion. Per. 512.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοποιέω: κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1139, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 511.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des briques.
Étymologie: πλίνθος, ποιέω.

Greek Monotonic

πλινθοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλίνθους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοποιέω: изготовлять кирпичи Arph.