ἀντίκεντρον: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίκεντρον:''' τό, αυτό που χρησιμεύει ως [[κεντρί]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀντίκεντρον:''' τό, αυτό που χρησιμεύει ως [[κεντρί]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίκεντρον:''' τό досл. нечто вроде жала, перен. шип (ἄλγη ἀντίκεντρα καρδίᾳ Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A that which acts as a goad, A.Eu.136,466.
German (Pape)
[Seite 253] τό, die Stelle eines Sporns, Stachels vertretend, vom Schmerz, Aesch. Eum. 131. 444.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίκεντρον: τό, πρᾶγμά τι χρησιμεῦον ὡς κέντρον, «κεντρὶ» Αἰσχύλ. Εὐμ. 136. 466.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui remplace l’aiguillon.
Étymologie: ἀντί, κέντρον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
equivalente de un aguijón τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται pues son para los cuerdos cual aguijón de los reproches, A.Eu.136, de los oráculos, A.Eu.466.
Greek Monolingual
ἀντίκεντρον, το (Α)
κάποιο γεγονός που πληγώνει σαν να είναι κεντρί.
Greek Monotonic
ἀντίκεντρον: τό, αυτό που χρησιμεύει ως κεντρί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίκεντρον: τό досл. нечто вроде жала, перен. шип (ἄλγη ἀντίκεντρα καρδίᾳ Aesch.).