θέλεος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(16)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέλεος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλει, [[εκών]], [[πρόθυμος]] («[[θέλεος]] [[ἀθέλεος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προφανώς <span style="color: red;"><</span> [[εθέλω]], η [[διαδικασία]] παραγωγής όμως δέν [[είναι]] [[σαφής]]. Ίσως αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>εος</i>].
|mltxt=[[θέλεος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλει, [[εκών]], [[πρόθυμος]] («[[θέλεος]] [[ἀθέλεος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προφανώς <span style="color: red;"><</span> [[εθέλω]], η [[διαδικασία]] παραγωγής όμως δέν [[είναι]] [[σαφής]]. Ίσως αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>εος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θέλεος:''' добровольный: θ. [[ἀθέλεος]] Aesch. волей-неволей.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλεος Medium diacritics: θέλεος Low diacritics: θέλεος Capitals: ΘΕΛΕΟΣ
Transliteration A: théleos Transliteration B: theleos Transliteration C: theleos Beta Code: qe/leos

English (LSJ)

ον,

   A willing, θ. ἀθέλεος, Lat. nolens volens, A.Supp.862 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1192] freiwillig, nur Aesch. Suppl. 842, neben ἀθέλεος.

Greek (Liddell-Scott)

θέλεος: -ον, θέλων, πρόθυμος, θ. ἀθέλεος, Λατ. nolens volens, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de bon vouloir : θέλεος ἀθέλεος ESCHL bon gré, mal gré.
Étymologie: θέλω.

Greek Monolingual

θέλεος, -ον (Α)
αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμοςθέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε -εος].

Russian (Dvoretsky)

θέλεος: добровольный: θ. ἀθέλεος Aesch. волей-неволей.