ὀξύπρῳρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), [[αιχμηρός]] στην απόληξή του, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀξύπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), [[αιχμηρός]] στην απόληξή του, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύπρῳρος:''' заостренный впереди, остроконечный (αἰχμαί Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sharp-prowed : sharp-pointed, αἰχμαί A.Pr.423 (lyr.) ; ῥάχις Opp. H.3.333 : to be written with iota, Achae. ap. Lex.Mess.p.408.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν πρῷραν, δηλ. εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἄκραν, αἰχμαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 424· ῥάχις Ὁππ. Ἁλ. 3. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’avance ou se termine en pointe, aigu.
Étymologie: ὀξύς, πρῷρα.
Greek Monotonic
ὀξύπρῳρος: -ον (πρῴρα), αιχμηρός στην απόληξή του, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύπρῳρος: заостренный впереди, остроконечный (αἰχμαί Aesch.).