δυσκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.
|mltxt=-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταμάχητος:''' трудно одолимый ([[ταῦρος]] ἀγριώτατος καὶ [[παντελῶς]] δ. Diod.).
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκαταμάχητος Medium diacritics: δυσκαταμάχητος Low diacritics: δυσκαταμάχητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatamáchētos Transliteration B: dyskatamachētos Transliteration C: dyskatamachitos Beta Code: duskatama/xhtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 3, 35; auch von Krankheiten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταμάχητος: -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de vencer ὁ σαρκοφάγος ταῦρος D.S.3.35, νόσος Erot.43.16
fig., de pers. en sent. amoroso νενίκηται ἡ δ. Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
difícil de conquistar, atacar χώρα Iust.Nou.28.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταμάχητος: трудно одолимый (ταῦρος ἀγριώτατος καὶ παντελῶς δ. Diod.).