ἐφαπτίς: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφαπτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[εφάπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], [[χλαίνη]], [[μανδύας]], [[πανωφόρι]] («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη<br /><b>3.</b> εβραϊκό ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> [[επωμίδα]].
|mltxt=[[ἐφαπτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[εφάπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], [[χλαίνη]], [[μανδύας]], [[πανωφόρι]] («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη<br /><b>3.</b> εβραϊκό ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> [[επωμίδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφαπτίς:''' ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. [[sagum]]) Polyb.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφαπτίς Medium diacritics: ἐφαπτίς Low diacritics: εφαπτίς Capitals: ΕΦΑΠΤΙΣ
Transliteration A: ephaptís Transliteration B: ephaptis Transliteration C: efaptis Beta Code: e)fapti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A soldier's upper garment, PMagd.13.6 (iii B. C.), Plb.30.25.10, Callix.2, Anon. ap. Suid.: Astron., the cloak of the figure Sagittarius, Ptol.Tetr.25 (pl.), Heph.Astr.1.3 (pl.).    2 ephod, J.AJ3.7.7.    II woman's garment, Str.7.2.3.

German (Pape)

[Seite 1112] ίδος, ἡ, ein Oberkleid für die Männer im Kriege, sagum, Pol. bei Ath. V, 194 f, vgl. 196 f; bei Strab. VII, 294 auch von Frauenkleidern.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαπτίς: -ίδος, ἡ, τὸ ἐπανωφόριον στρατιώτου, ὁ μανδύας, Λατ. sagum, Πολυβ. παρ’ Ἀθην. 194 F, Καλλίξ. αὐτόθι 196, Ἀνωνύμ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. γυναικεῖον ἔνδυμα, Στράβ. 294· πρβλ. ἔφαμμα.

Greek Monolingual

ἐφαπτίς, -ίδος, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.)
2. μανδύας της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη
3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα
4. γυναικείο ένδυμα
5. επωμίδα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαπτίς: ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. sagum) Polyb.