ὑπνόω: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπνόω:''' ([[ὕπνος]]), μέλ. <i>-ώσω</i> — Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπνωμένος</i>· [[αποκοιμίζω]] — Παθ., [[αποκοιμιέμαι]], [[κοιμάμαι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑπνόω:''' ([[ὕπνος]]), μέλ. <i>-ώσω</i> — Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπνωμένος</i>· [[αποκοιμίζω]] — Παθ., [[αποκοιμιέμαι]], [[κοιμάμαι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπνόω:''' <b class="num">1)</b> усыплять, pass. засыпать Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> засыпать, спать Eur. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ώσω Gp.18.14.3: aor. ὕπνωσα Hp.Epid.3.1.γ, Plb.3.81.5, LXXSi.46.20, J.AJ1.12.1, Plu.Alex.76, etc.: pf. ὕπνωκα Id.2.236b, (καθ-) J.AJ5.9.3:—Med., fut. ὑπνώσομαι ibid.:—Pass., pf. part. ὑπνωμένος Hdt.1.11, 3.69: aor. ὑπνώθην Plu.2.313a:—put to sleep, only in Dsc.4.63:—Pass., fall asleep, sleep, Hdt. ll.cc.:—so in Med., J.l.c. II intr., like Pass., Hp.Epid.3.1.γ, 7.11 (ὑπνώσσουσα Littré, with cod. C), Arist.Somn.Vig.454a2, Fr.10, J.AJ1.12.1; Lacon. inf. ὑπνῶν, for -οῦν, Ar.Lys.143. III die, LXX l.c. (Cf. ὑπνώω.)
German (Pape)
[Seite 1207] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνόω: μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια πέντε ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. ὑπνώω. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ὑπνώσω, ao. ὕπνωσα, pf. ὕπνωκα;
Pass. seul. prés. et pf. ὕπνωμαι;
1 tr. endormir ; Pass. s’endormir;
2 intr. s’endormir, dormir.
Étymologie: ὕπνος.
English (Autenrieth)
only part., ὑπνώοντας, sleeping, slumbering.
English (Slater)
ὑπνόω] πυρὶδ ὑπνόωντε σώματα” (codd. valde corrupti: ὤπτων Snell: ὕπνωον Turyn, “igni affecta languebant” interpretans) fr. 168. 3.
Greek Monotonic
ὑπνόω: (ὕπνος), μέλ. -ώσω — Παθ., μτχ. παρακ. ὑπνωμένος· αποκοιμίζω — Παθ., αποκοιμιέμαι, κοιμάμαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνόω: 1) усыплять, pass. засыпать Her., Plut.;
2) засыпать, спать Eur. etc.