συγκαταίρω: Difference between revisions
(nl) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc. | |elnltext=συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταίρω:''' (о кораблях) вместе причаливать, одновременно прибывать, приплывать (πρὸς τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.
German (Pape)
[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.
French (Bailly abrégé)
aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.
Greek Monolingual
Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].
Greek Monolingual
Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].
Greek Monotonic
συγκαταίρω: προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταίρω: (о кораблях) вместе причаливать, одновременно прибывать, приплывать (πρὸς τὸ στρατόπεδον Plut.).