κοινών: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινών:''' -ῶνος, Δωρ. [[κοινάν]], -ᾶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], σε Πίνδ., Ξεν.
|lsmtext='''κοινών:''' -ῶνος, Δωρ. [[κοινάν]], -ᾶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], σε Πίνδ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινών -ῶνος, ὁ [κοινός] Dor. dat. sing. κοινᾶνι, partner.
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινών Medium diacritics: κοινών Low diacritics: κοινών Capitals: ΚΟΙΝΩΝ
Transliteration A: koinṓn Transliteration B: koinōn Transliteration C: koinon Beta Code: koinw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Dor., Arc.κοινάν, ᾶνος (q.v.),

   A = κοινωνός, which is much more freq., X.Cyr.7.5.35, 8.1.16, 36, 40; of partners in a tax-farming syndicate, PRev.Laws 10.10, al. (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1469] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu κοινωνός, Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form κοινάν.

Greek (Liddell-Scott)

κοινών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. κοινάν, ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = κοινωνός, ὅπερ πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. ξυνήων.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
c. κοινωνός.

Greek Monolingual

κοινών, -ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, -ᾱνος (Α)
1. κοινωνός
2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών].

Greek Monotonic

κοινών: -ῶνος, Δωρ. κοινάν, -ᾶνος, ὁ, = κοινωνός, σε Πίνδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινών -ῶνος, ὁ [κοινός] Dor. dat. sing. κοινᾶνι, partner.