ἀναρριχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρρῐχάομαι:''' παρατ. <i>ἀνερριχώμην</i>, [[ανεβαίνω]] με τα χέρια και τα πόδια, [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀναρρῐχάομαι:''' παρατ. <i>ἀνερριχώμην</i>, [[ανεβαίνω]] με τα χέρια και τα πόδια, [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρρῐχάομαι:''' карабкаться, взбираться (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρῐχάομαι Medium diacritics: ἀναρριχάομαι Low diacritics: αναρριχάομαι Capitals: ΑΝΑΡΡΙΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anarricháomai Transliteration B: anarrichaomai Transliteration C: anarrichaomai Beta Code: a)narrixa/omai

English (LSJ)

impf.

   A ἀνερριχώμην Ar.Pax70, Aristaenet.1.20: fut. -ήσομαι Poll.5.82: aor. ἀνερριχησάμην D.C.43.21:—in Suid. and EM the augm. tenses are written ἀνηρρ-, cf. ἀρριχάομαι:— clamber up with the hands and feet, scramble up, ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic. 197 J.; ἀ. εἰς οὐρανόν Ar.l. c.; also in late Prose, Philostr.Im.2.28, Ael.NA7.24, 10.29, Aristaenet.1.3, Lib. Or.18.238, etc.: rarely c. acc., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C. l. c.; τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20 (s. v. l., <πρὸς> add. Pierson):—ridiculed as obsolete by Luc.Lex.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ οὗτος ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ κανονικὸς σχηματισμός, ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν εἶναι ἀρριχάομαι, Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἐνίοτε γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, ἀνέρπω τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ’ ἄκρα τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ λέξις χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ ἐτυμολογία ὅλως ἀσαφής).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. ἀνερριχώμην, f. ἀναρριχήσομαι, ao. ἀνερριχησάμην, pf. inus.
se hisser avec les mains ou les pieds, grimper.
Étymologie: ἀνά, ῥιχάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀναρρῐχάομαι)
• Morfología: [aum. ἀνηρρ- Sud., EM 99.19G.]
1 trepar ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.Pax 70, cf. Philostr.Im.2.28, Ael.NA 7.24
de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.Lex.8.
2 c. ac. subir, escalar τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10.

Greek Monotonic

ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην, ανεβαίνω με τα χέρια και τα πόδια, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρῐχάομαι: карабкаться, взбираться (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).