Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθάρμοσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθάρμοσις]], -εως, ἡ (Α) [[μεθαρμόττω]]<br />[[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («καὶ γίνεται [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν, οὐκ [[ἐλευθέρωσις]] τῶν Ἑλλήνων», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[μεθάρμοσις]], -εως, ἡ (Α) [[μεθαρμόττω]]<br />[[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («καὶ γίνεται [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν, οὐκ [[ἐλευθέρωσις]] τῶν Ἑλλήνων», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μεθάρμοσις:''' εως ἡ смена, замена (δεσποτῶν Polyb.).
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάρμοσις Medium diacritics: μεθάρμοσις Low diacritics: μεθάρμοσις Capitals: ΜΕΘΑΡΜΟΣΙΣ
Transliteration A: methármosis Transliteration B: metharmosis Transliteration C: metharmosis Beta Code: meqa/rmosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A change, δεσποτῶν Plb.18.45.6.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, Umstimmung, Veränderung, Pol. 18, 28, 6, δεσποτῶν.

Greek (Liddell-Scott)

μεθάρμοσις: ἡ, ἀλλαγή, μεθάρμοσις δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.

Greek Monolingual

μεθάρμοσις, -εως, ἡ (Α) μεθαρμόττω
μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

μεθάρμοσις: εως ἡ смена, замена (δεσποτῶν Polyb.).