προβληματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προβλημᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[προβληματικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προβλημᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[προβληματικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προβλημᾰτώδης:''' затруднительный, спорный (π. καὶ [[ἄπορος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A problematical, Plu.Cat.Mi.25.
German (Pape)
[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.
Greek Monotonic
προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προβλημᾰτώδης: затруднительный, спорный (π. καὶ ἄπορος Plut.).