πυρρότης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(35) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πυρρός]]<br />(για [[τρίχες]]) η [[ιδιότητα]] του κόκκινου, η [[ερυθρότητα]] («ἡ [[πυρρότης]] [[ὥσπερ]] [[ἀρρωστία]] τριχός», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πυρρός]]<br />(για [[τρίχες]]) η [[ιδιότητα]] του κόκκινου, η [[ερυθρότητα]] («ἡ [[πυρρότης]] [[ὥσπερ]] [[ἀρρωστία]] τριχός», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρρότης:''' ητος ἡ огненно-красный или темно-оранжевый цвет Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A redness, of hair, Arist.GA785a20, Gal.6.21.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότης: -ητος, ἡ, τὸ πυρρὸν χρῶμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 3, Γαλλην.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πυρρός
(για τρίχες) η ιδιότητα του κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
πυρρότης: ητος ἡ огненно-красный или темно-оранжевый цвет Arst.