μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

   A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.    II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).