αἶα: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἶα:''' ἡ, Επικ. [[τύπος]] χρησιμ. αντί [[γαῖα]], [[χάριν]] μέτρου, σε Όμηρ., Τραγ.· [[ποτέ]] στον πληθ.
|lsmtext='''αἶα:''' ἡ, Επικ. [[τύπος]] χρησιμ. αντί [[γαῖα]], [[χάριν]] μέτρου, σε Όμηρ., Τραγ.· [[ποτέ]] στον πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἶα:''' ἡ Hom., Trag. = [[γαῖα]], γῆ.
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἶα Medium diacritics: αἶα Low diacritics: αία Capitals: ΑΙΑ
Transliteration A: aîa Transliteration B: aia Transliteration C: aia Beta Code: ai)=a

English (LSJ)

(A), ἡ, Ep. form used for γαῖα metri gr.,

   A φυσίζοος αἶα Il.3.243, etc., cf. Emp.27, Scol.12, A.R.1.580, Tab.Defix.7; also in Trag., chiefly in lyr., A.Pers.59, S.El.95, also in trim., E.Andr.51: never in pl.    II Αἶα, ἡ, orig. name of Colchis, S.Fr.914: also part of Thessaly, ib.915.
αἶα (B) ὑπὸ Κυρηναίων τηθὶς καὶ μαῖα, καὶ ἀδελφὴ Κρήτης· καὶ φυτόν τι. ἔτι δὲ ὁ καρπὸς αὐτῷ ὁμώνυμος, EM27.24. (Possibly cogn. with Lat.

   A avia.)
αἶα (C),

   A = ὄα, Ael.Dion.Fr.16.

Greek (Liddell-Scott)

αἶα: ἡ, Ἐπ. τύπος ἀντὶ τοῦ γαῖα, χάριν τοῦ μέτρου, Ὅμ. καὶ παρὰ Τραγ., ἰδίως ἐν λυρ. χωρίοις: οὐδέποτε κατὰ πληθ. ΙΙ. Αἶα, ἡ, τὸ ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Κολχίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 774: ὡσαύτως μέρος τῆς Θεσσαλίας, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
terre.
Étymologie: DELG c. γαῖα, à rapprocher de αἶα², cf. « Terre-Mère ».
2ας (ἡ) :
grand-mère.
Étymologie: DELG c. μαῖα, cf. αἶα.

English (Autenrieth)

earth, land; πᾶσαν ἐπ' αἶαν, ‘the world over.’

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ciren. nodriza, tía, EM α 402.
2 cret. hermana, EM α 402.

• Etimología: Quizá cf. lat. auia ‘abuela’ (auus ‘abuelo’), het. ḫuḫḫaš ‘abuelo’.
-ας, ἡ
bot. sorbo, serbal, Sorbus domestica L., An.Bachm.51.6, EM α 402.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. αἴη
tierra φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης Il.2.162, cf. Anacr.193, φυσίζοος αἶα Il.3.243, φοιτῶντες ἐπ' αἶαν Hes.Op.125 (gener. secl. por los edd.), κατ' αἶαν ἱρὰν Stesich.Fr.Lille 205, εὐκλέας αἶα κέκευθε Simon.FGE 706 (= AP 7.301), ἐκ δ' αἴης προρέουσι θελεμνά τε καὶ στερεωπά Emp.B 21.6, οὐδ' αἴης λάσιον μένος οὐδὲ θάλασσα Emp.B 27.2, Ἑλλάδ' ἐς αἶαν A.Pers.2, cf. A.429, Pers.59, βάρβαρον αἶαν S.El.95, Δελφῶν κατ' αἶαν E.Andr.51, αἶα Πελασγῶν A.R.1.580, θάλασσα δὲ πᾶσα καὶ αἶα Theoc.17.91, μὴ κατ' αἶαν μηδὲ κατὰ θάλατ(τ)αν μὴ ἔργο(ν) μὴ ἐργασίη IG 3.(3) p.VIIb (Tebas II a.C.), cf. M.Ant.6.10, αἶαν ὅλην νήσους τε διιπταμένη σύ, χελιδών AP 9.346 (Leon.; prob. juego de palabras c. Αἶα), αἶα· γαῖα κατ' ἀφαίρεσιν τοῦ γ Hsch.

• Etimología: Etim. insegura. Quizá relacionable c. ai. sasyám ‘cosecha’, o c. lat. auia, cf. 2 αἶα (en conexión con la idea de ‘tierra madre’) o podría tratarse de pregr. en cuyo caso podría relacionarse c. γαῖα.

Greek Monotonic

αἶα: ἡ, Επικ. τύπος χρησιμ. αντί γαῖα, χάριν μέτρου, σε Όμηρ., Τραγ.· ποτέ στον πληθ.

Russian (Dvoretsky)

αἶα: ἡ Hom., Trag. = γαῖα, γῆ.