ἀκερδής: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκερδής:''' -ές ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], που φέρνει [[χάσιμο]], [[επιζήμιος]], σε Σοφ. Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι [[άπληστος]] για [[κέρδος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀκερδής:''' -ές ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], που φέρνει [[χάσιμο]], [[επιζήμιος]], σε Σοφ. Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι [[άπληστος]] για [[κέρδος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκερδής:''' <b class="num">1)</b> невыгодный, убыточный, причиняющий вред ([[χάρις]] Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> бескорыстный ([[φιλοτιμία]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. -δῶς without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d. II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. -ῶς Id.2.483e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est le contraire d’un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: ἀ, κέρδος.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.
Greek Monotonic
ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκερδής: 1) невыгодный, убыточный, причиняющий вред (χάρις Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);
2) бескорыстный (φιλοτιμία Plut.).