ἀκαταχώριστος: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταχώριστος]], -ον) [[καταχωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη [[θέση]] που [[πρέπει]]<br />«ακαταχώριστα ονόματα»<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο<br />«ακαταχώριστη [[αγγελία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκαταχώριστος]] ὕλη» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Προβλήμ</i>. 28, 3). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταχώριστος]], -ον) [[καταχωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη [[θέση]] που [[πρέπει]]<br />«ακαταχώριστα ονόματα»<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο<br />«ακαταχώριστη [[αγγελία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκαταχώριστος]] ὕλη» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Προβλήμ</i>. 28, 3). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκαταχώριστος:''' физиол. неусвоенный, непереваренный ([[ὕλη]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A undigested, ὕλη Arist.Pr.949b3. II unregistered, Sammelb.5232.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταχώριστος: -ον, ἄπεπτος, ὕλη, Ἀριστ. Προβλ. 28. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dividido, mal ordenado ὕλη Arist.Pr.949b3.
2 admin. no registrado en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) SB 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός SB 5232.36 (I d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) καταχωρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταχώριστος: физиол. неусвоенный, непереваренный (ὕλη Arst.).