ἁλιαία: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλιαία]], η (Α) [[ἁλία]] Ι]<br /><b>1.</b> [[αλία]], [[συνάθροιση]], [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>2.</b> δικαστήριο, [[ἡλιαία]]. | |mltxt=[[ἁλιαία]], η (Α) [[ἁλία]] Ι]<br /><b>1.</b> [[αλία]], [[συνάθροιση]], [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>2.</b> δικαστήριο, [[ἡλιαία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιαία:''' ἡ Arst. = [[ἁλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἁλία (A), IG4.479 (Nemea), 497 (Mycenae); ἁ. τελεία Mnemos.44.221 (Argos, iii B. C.); at Epidamnus, Arist.Pol.1301b23 (ἡλιαία codd.).
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, Versammlung bei den Tarentinern, Schol. Eur. Or. 896.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιαία: ἡ, = ἁλιά, ἡλιαία, ἐν Ἐπιδάμνῳ καὶ Τάραντι, Ἀριστ. Πολ. 5.1, 9, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
v. ἡλιαία.
Greek Monolingual
ἁλιαία, η (Α) ἁλία Ι]
1. αλία, συνάθροιση, εκκλησία του δήμου
2. δικαστήριο, ἡλιαία.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιαία: ἡ Arst. = ἁλία.