ἀμόγητος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμόγητος:''' -ον ([[μογέω]]), μη καταπονημένος, [[ακούραστος]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀμόγητος:''' -ον ([[μογέω]]), μη καταπονημένος, [[ακούραστος]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμόγητος:''' не знающий устали ([[Ἄρης]] HH).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόγητος Medium diacritics: ἀμόγητος Low diacritics: αμόγητος Capitals: ΑΜΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: amógētos Transliteration B: amogētos Transliteration C: amogitos Beta Code: a)mo/ghtos

English (LSJ)

ον, (μογέω)

   A untiring, h.Hom.8.3.

German (Pape)

[Seite 126] unermüdlich, Ares, H. h. 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόγητος: -ον, (μογέω) ὁ μὴ καταπονούμενος, ἀκούραστος, Ὕμ. Ὁμ. 7. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infatigable.
Étymologie: ἀ, μογέω.

Spanish (DGE)

-ον
infatigablede Ares h.Hom.8.3, cf. ἀμόγητοι· ἀμνοὶ πρᾶοι Sud.

Greek Monolingual

ἀμόγητος, -ον (Α)
ακαταπόνητος, ακούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μογέω «κοπιάζω, υποφέρω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμογητί.

Greek Monotonic

ἀμόγητος: -ον (μογέω), μη καταπονημένος, ακούραστος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόγητος: не знающий устали (Ἄρης HH).