ἁμαξοκυλιστής: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμαξοκυλιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυλά [[προς]] τα [[κάτω]] άμαξες, ο [[καταστροφέας]] αμαξών<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως κύριο όνομα) <i>οἱ Ἁμαξοκυλισταί</i><br />όνομα μεγαρικής οικογένειας..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κυλιστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλίω]]»]. | |mltxt=[[ἁμαξοκυλιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυλά [[προς]] τα [[κάτω]] άμαξες, ο [[καταστροφέας]] αμαξών<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως κύριο όνομα) <i>οἱ Ἁμαξοκυλισταί</i><br />όνομα μεγαρικής οικογένειας..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κυλιστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλίω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμαξοκῠλιστής:''' οῦ ὁ опрокидыватель повозок (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κυλίνδω)
A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
Greek Monolingual
ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοκῠλιστής: οῦ ὁ опрокидыватель повозок (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.