ἀναφώνημα: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναφώνημα:''' -ατος, τό, [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναφώνημα:''' -ατος, τό, [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναφώνημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> восклицание Plut.;<br /><b class="num">2)</b> провозглашение Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc. 2 exclamation, Id.Mar.19. 3 interjection, Heph.Poëm.5.3.
German (Pape)
[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
•en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.
Greek Monolingual
ἀναφώνημα, το (AM)
αρχ.
χαιρετισμός, επευφημία
μσν.
το τραγούδι.
Greek Monotonic
ἀναφώνημα: -ατος, τό, ανακήρυξη, αναγόρευση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφώνημα: ατος τό1) восклицание Plut.;
2) провозглашение Plut.