ἀνθρωπομάγειρος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός).
|mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Medium diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Low diacritics: ανθρωπομάγειρος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: anthrōpomágeiros Transliteration B: anthrōpomageiros Transliteration C: anthropomageiros Beta Code: a)nqrwpoma/geiros

English (LSJ)

[ᾰγ], ὁ,

   A one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.

Greek Monolingual

ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπομάγειρος: ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.