ἀνοσιουργός: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνοσιουργός]], -όν)<br />[[εκείνος]] που κάνει ανόσιες πράξεις.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνοσιουργός]], -όν)<br />[[εκείνος]] που κάνει ανόσιες πράξεις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοσιουργός:''' нечестиво поступающий Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοσιουργός Medium diacritics: ἀνοσιουργός Low diacritics: ανοσιουργός Capitals: ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: anosiourgós Transliteration B: anosiourgos Transliteration C: anosiourgos Beta Code: a)nosiourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A acting impiously, Pl.Ep.352c, Arist.EN1166b5, Ph.2.313.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἀνοσιουργῶν, ὁ πράττων ἀνόσια ἔργα, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4,7, Φίλων 2. 313.

Spanish (DGE)

-όν
que actúa impíamente de pers., Pl.Ep.352c, Arist.EN 1166b5, ὁ ἀνδροφόνος Ph.2.313, τόλμη Ph.1.429.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνοσιουργός, -όν)
εκείνος που κάνει ανόσιες πράξεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοσιουργός: нечестиво поступающий Plat., Arst.