ἀνόθευτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνόθευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί [[νοθεία]], [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«[[ἀνόθευτος]] [[γάμος]]» (Αριστοτέλης)<br />αυτός που δεν βαρύνεται με [[μοιχεία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνόθευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί [[νοθεία]], [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«[[ἀνόθευτος]] [[γάμος]]» (Αριστοτέλης)<br />αυτός που δεν βαρύνεται με [[μοιχεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνόθευτος:''' непорочный, безукоризненный ([[γάμος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόθευτος Medium diacritics: ἀνόθευτος Low diacritics: ανόθευτος Capitals: ΑΝΟΘΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anótheutos Transliteration B: anotheutos Transliteration C: anotheftos Beta Code: a)no/qeutos

English (LSJ)

ον,

   A pure, genuine, χρυσίον Ps.-Plu.Fluv.7.4: metaph., μαρτυρία D.S.1.72; βίος Ph.2.267: φίλος Gal.14.7.    II free from adultery, γάμος arist.Mir.846a30, Ps.-Plu.Fluv.5.2.

German (Pape)

[Seite 239] unverfälscht, ächt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόθευτος: -ον, ὁ μὴ νοθευθείς, γνήσιος, ἀπαραποίητος, καθαρός, Ἀριστ. π. Θαυμ. 158. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1auténtico χρυσίον Chrysermus 5
fig. μαρτυρία D.S.1.72, βίος Ph.2.267, φίλος Gal.14.7.
2 libre de adulterio γάμος Arist.Mir.846a30, Plu.Fluu.5.2.
II adv. -ως sin contaminación Basil.M.31.677A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνόθευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός
2. μτφ. γνήσιος
αρχ.
«ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης)
αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόθευτος: непорочный, безукоризненный (γάμος Arst.).