ἀπειρομεγέθης: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[ἀπειρομεγέθης]], -ους)<br />[[άπειρος]] [[κατά]] το [[μέγεθος]], ανυπολόγιστα [[μεγάλος]]. | |mltxt=-ες (AM [[ἀπειρομεγέθης]], -ους)<br />[[άπειρος]] [[κατά]] το [[μέγεθος]], ανυπολόγιστα [[μεγάλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπειρομεγέθης:''' бесконечно большой Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A immensely large, S.E.P.3.44; διαστήματα Ph.1.605, cf. Cleom.2.1: metaph., χωρίον ἐπιστήμης Ph.1.627.
German (Pape)
[Seite 285] ες, unendlich groß, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρομεγέθης: -ες, ὁ ἔχων ἄπειρον μέγεθος, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 44, Φίλων 1. 688, Κλεομήδ. 103. - Ἐπίρρ. -θως Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 970C.
Spanish (DGE)
-ες
1 de enorme tamaño, inmenso διαστήματα Ph.1.605, κόσμος Cleom.2.1.69, 84, σῶμα S.E.P.3.44, de Dios φύσις Eus.DE 4.6
•fig. ἀπὸ τοῦ ... ἀπειρομεγέθους ἐπιστήμης χωρίου Ph.1.627
•subst. neutr. inmensidad τὸ ἀ. ... φύσεως Procop.Gaz.M.87.1933B.
2 adv. -ως de modo inmensamente grande Epiph.Const.Haer.76.40.
Greek Monolingual
-ες (AM ἀπειρομεγέθης, -ους)
άπειρος κατά το μέγεθος, ανυπολόγιστα μεγάλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρομεγέθης: бесконечно большой Sext.