ἀπομανθάνω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[ξεχνώ]] όσα έχω μάθει, [[ξεμαθαίνω]], Λατ. dediscere, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀπομανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[ξεχνώ]] όσα έχω μάθει, [[ξεμαθαίνω]], Λατ. dediscere, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομανθάνω:''' разучиваться, отучиваться, забывать, отвыкать (τι Xen., Plat. и ποιεῖν τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A unlearn, ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Pl.Phd.96c, cf. Prt.342d, X.Cyr.4.3.14, Antisth. ap. D.L.6.7: c. inf., Plu.Lyc.11.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μανθάνω), verlernen, Plat. Prot. 842 d; Xen. Cyr. 4, 3, 14 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, ἐπιλανθάνομαι, λησμονῶ ἃ ἔμαθον, Λατ. dediscere, ὥστε ἀπέμαθον καὶ ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Πλάτ. Φαίδων 96C, πρβλ. Πρωτ. 342D, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 14, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11.
French (Bailly abrégé)
désapprendre.
Étymologie: ἀπό, μανθάνω.
Spanish (DGE)
1 olvidar, desaprender ὥστε ἀπέμαθον καὶ ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Pl.Phd.96c, ἃ αὐτοὶ διδάσκουσιν Pl.Prt.342d, οὐδὲν γὰρ τῶν πεζικῶν ἀπομαθησόμεθα ἱππεύειν μανθάνοντες X.Cyr.4.3.14, cf. Antisth.87, Plu.Lyc.11, Luc.Merc.Cond.39, Pisc.20, Gall.28, Ath.Al.M.26.208A, Gr.Thaum.Pan.Or.15.10, Nil.M.79.949A.
2 aprender completamente τὰ ἐκ τῆς συνηθείας ἀπομαθόντα Basil.M.31.949B, cf. Chrys.M.62.362.
Greek Monolingual
βλ. απομαθαίνω.
Greek Monotonic
ἀπομανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, ξεχνώ όσα έχω μάθει, ξεμαθαίνω, Λατ. dediscere, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομανθάνω: разучиваться, отучиваться, забывать, отвыкать (τι Xen., Plat. и ποιεῖν τι Plut.).