ἀπόπατος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόπᾰτος:''' ὁ, επίσης ἡ, [[απόμερος]] [[τόπος]] [[μακριά]] από τον δρόμο, [[αφοδευτήριο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπόπᾰτος:''' ὁ, επίσης ἡ, [[απόμερος]] [[τόπος]] [[μακριά]] από τον δρόμο, [[αφοδευτήριο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόπᾰτος:''' ὁ<b class="num">1)</b> экскременты Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> отхожее место Arph.
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπᾰτος Medium diacritics: ἀπόπατος Low diacritics: απόπατος Capitals: ΑΠΟΠΑΤΟΣ
Transliteration A: apópatos Transliteration B: apopatos Transliteration C: apopatos Beta Code: a)po/patos

English (LSJ)

(ἡ only in Greg.Cor. p.521 S.)

   A ordure, Hp.Prorrh.2.4, Plu.2.727e, Luc.Trag.168.    2 = ἄφοδος, privy, Ar.Ach.81, Poll.10.44.

German (Pape)

[Seite 318] ὁ, bei Greg. Cor. p. 521 ἡ, 1) der Stuhlgang, bes. Menschenloth, Hippocr.; Luc. Tragodop. 165; χελιδόνος ἀφείσης ἐπ' αὐτὸν ἀπόπατον Plut. Symp. 8, 7, 2. – 2) der Abtritt, Ar. Ach. 81, wo der Schol. zu vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπᾰτος: ὁ, (καὶ ἡ) κόπρος, Ἱππ. Προρρ. 86, Πλούτ. 2. 727D, Λουκ. Τραγ. 168. 2) = ἄφοδος, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, ἀναγκαῖον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 81, Πολυδ. Ι΄, 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 excrément;
2 lieu d’aisances.
Étymologie: ἀποπατέω.

Spanish (DGE)

(ἀπόπᾰτος) -ου, ὁ

• Morfología: [ἡ sólo en Greg.Cor.p.521]
1 deposición, excremento Hp.Morb.4.43, 54, Prorrh.2.4, de un animal, Gal.11.882, usado como medicina μυῶν Hp.Mul.1.78, cf. Plu.2.727d, Luc.Trag.168, Et.Gen.1048.
2 retrete, letrina εἰς ἀπόπατον ᾤχετο Ar.Ach.81, cf. Poll.10.44, Orib.3.15.3.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόπατος)
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο
αρχ.
αποπάτημα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ (-έω), με υποχωρητικό σχηματισμό].

Greek Monotonic

ἀπόπᾰτος: ὁ, επίσης ἡ, απόμερος τόπος μακριά από τον δρόμο, αφοδευτήριο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπᾰτος:1) экскременты Plut., Luc.;
2) отхожее место Arph.