ἀποσκλῆναι: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσκλῆναι:''' inf. aor. 2 к [[ἀποσκέλλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 2 inf. of Αποσκέλλω (cf. σκέλλω),
A to be dried up, wither, Ar.V.160: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Luc.DMort.27.7: and abs., ἀπέσκλη died of starvation, Men.Her.30: fut. ἀποσκλήσῃ AP11.37 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκλῆναι: ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - οὕτως ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· ἀλλά, ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν πρός τι, διακεῖσθαι σκληρῶς ἐναντίον τινός, Συνέσ. 275C.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ἀποσκέλλω.
Greek Monotonic
ἀποσκλῆναι: απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. ἀπέσκληκα, σε Λουκ.· μέλ. ἀποσκλήσω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκλῆναι: inf. aor. 2 к ἀποσκέλλομαι.