ἀπόξυρος: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόξῠρος:''' -ον ([[ξυρόν]]), [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀπόξῠρος:''' -ον ([[ξυρόν]]), [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόξυρος:''' (словно) срезанный, отвесный, крутой (πέτραι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ξυρόν]
A cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.
German (Pape)
[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ras, nu.
Étymologie: ἀποξύρω.
Spanish (DGE)
-ον
abrupto, escarpado, cortado a pico (πέτρα) Luc.Rh.Pr.7
•lleno de escollos βυθός Peripl.M.Rubri 40.
Greek Monolingual
ἀπόξυρος, -ον (Α)
απότομος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»].
Greek Monotonic
ἀπόξῠρος: -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόξυρος: (словно) срезанный, отвесный, крутой (πέτραι Luc.).