ἀστεΐζομαι: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστεΐζομαι:''' αποθ., [[μιλώ]] ευφυώς, [[αστειεύομαι]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀστεΐζομαι:''' αποθ., [[μιλώ]] ευφυώς, [[αστειεύομαι]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστεΐζομαι:''' рассуждать по-городскому, т. е. тонко (περί τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A write or talk wittily or eloquently, Str.13.4.11, J.Ap.2.9, Demetr.Eloc.149, Plu.Marc.21; talk speciously, Ph.2.123:—Act. in St.Byz. s.v. ἄστυ.
German (Pape)
[Seite 375] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, περί τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. ἄστυ an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεΐζομαι: ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· προσέτι, ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».
French (Bailly abrégé)
parler habilement, adroitement.
Étymologie: ἀστεῖος.
Greek Monolingual
(AM ἀστεΐζομαι) αστείος
γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω.
Greek Monotonic
ἀστεΐζομαι: αποθ., μιλώ ευφυώς, αστειεύομαι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεΐζομαι: рассуждать по-городскому, т. е. тонко (περί τινος Plut.).