ἀστραπαῖος: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀστραπαῑος, -α, -ον (Α) [[αστραπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει τις αστραπές («[[Ζεὺς]] ἀστραπαῑος»)<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («[[ἄνεμος]] ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων»). | |mltxt=ἀστραπαῑος, -α, -ον (Α) [[αστραπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει τις αστραπές («[[Ζεὺς]] ἀστραπαῑος»)<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («[[ἄνεμος]] ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστρᾰπαῖος:''' <b class="num">1)</b> сопровождаемый молниями, грозовой (ἄνεμοι Arst.; ὕδατα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мечущий молнии ([[θεός]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:21, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of lightning, ἄνεμος ἀ. a wind with thunderstorms, Arist.Mete.364b30, cf. Thphr.Sign.37; τὰ ἀ. τῶν ὑδάτων thunder-showers, Plu.2.664c; Ζεὺς ἀ. Arist.Mu.401a16, Corn.ND9, IGRom.3.17 (Bithyn.).
German (Pape)
[Seite 377] blitzend, Ζεύς; von Blitzen begleitet, ἄνεμος Arist. Meteor. 2, 6, 22; νότος Theophr.; ὕδατα, Gewitterregen, Plut. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰπαῖος: -α, -ον, ὁ πρόξενος ἀστραπῶν, «ἀστραπαῖοι· ἄνεμοι πνέοντες, ἀφ’ ὧν ἀστραπαὶ γίνονται» Ἡσύχ.· ἀστραπαῖοι… διὰ μὲν γὰρ τὸ ἐγγύθεν πνεῖν ψυχροί εἰσι, διὰ δὲ τὸ ψυχρὸν ἀστραπὴ γίνεται Ἀριστ. Μετεωρ. 2.6, 22, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 6.2, 8· ἀστρ. ὕδατα, βροχὴ μετ’ ἀστραπῶν, Πλούτ. 2.664D· ἒν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διός, ἀστραπαῖός τε καὶ βρονταῖος καὶ αἴθριος κτλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7.2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
accompagné d’éclairs.
Étymologie: ἀστραπή.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰπαῖος) -α, -ον
I 1que lanza relámpagos ref. a Zeus, Arist.Mu.401a16, Corn.ND 9, INikaia 701.2 (II d.C.), Orph.H.15.9, 20.5.
2 de fenóm. atmosféricos acompañado de relámpagos del viento, Thphr.Sign.37, ἀστραπαῖα ὕδατα tormenta acompañada de relámpagos Plu.2.664f.
II subst. ἀστραπαία, ἡ piedra preciosa Plin.HN 37.189, Eust.827.26.
Greek Monolingual
ἀστραπαῑος, -α, -ον (Α) αστραπή
1. αυτός που ρίχνει τις αστραπές («Ζεὺς ἀστραπαῑος»)
2. αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («ἄνεμος ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων»).
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰπαῖος: 1) сопровождаемый молниями, грозовой (ἄνεμοι Arst.; ὕδατα Plut.);
2) мечущий молнии (θεός Arst.).