αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοσχεδιαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει [[πρόχειρα]]· [[αρχάριος]], [[άπειρος]], Λατ. [[tiro]], σε Ξεν. | |lsmtext='''αὐτοσχεδιαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει [[πρόχειρα]]· [[αρχάριος]], [[άπειρος]], Λατ. [[tiro]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοσχεδιαστής:''' οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.
German (Pape)
[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.
Greek Monolingual
ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.
Greek Monotonic
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει πρόχειρα· αρχάριος, άπειρος, Λατ. tiro, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστής: οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах.